Ο ναός που έχτισαν με αγώνες οι πρόσφυγες της Αλικαρνασσού
Η ιστορία του Αγίου Νικολάου στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας και την Αλικαρνασσό της Κρήτης
Στην μέση της Αλικαρνασσού δεσπόζει ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, ναός που “σηκώνει” εκτός από αναμνήσεις και ιστορία των ξεριζωμένων της Μικράς Ασίας που έφτιαξαν στον τόπο μας μια άλλη πατρίδα, τις ελπίδες τα όνειρα και την αγωνία γενιών ανθρώπων.
Οι άνθρωποι που σήμερα ζουν στην Αλικαρνασσό, απόγονοι των προσφύγων που έστησαν τη συνοικία και έφεραν στη ψυχή τους το γενέθλιο τόπο τους, θυμούνται από διηγήσεις και τιμούν την ιστορία τους.
Ο Άγιος Νικόλαος από το λιμάνι της Αλικαρνασσού της μικράς Ασίας “ήρθε” πρώτα στις ψυχές και στις μνήμες των ανθρώπων που ήρθαν στην Κρήτη. Πρώτο τους μέλημα ήταν να τον χτίσουν κι εδώ. Ξεκινούν το 1927 με ένα ξύλινο ναό και το 1954 λειτουργούν για πρώτη φορά στον τωρινό.
Για την ιστορία διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Δήμου Ηρακλείου:
Η ύπαρξη του περικαλλούς ιερού ναού του Αγίου Νικολάου αποτελεί ένα στολίδι για την πόλη της Νέας Αλικαρνασσού, συνάμα όμως αποτελεί και ένα σημείο μνήμης και αναφοράς του παρελθόντος, ένα παρελθόν που δεν πρέπει να λησμονηθεί.
Ο πρώτος ναός του Αγίου Νικολάου ήταν κτισμένος στο λιμάνι της Αλικαρνασσού της Μικράς Ασίας, όπου στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν 11.000 κάτοικοι από τους οποίους 5.000 ήταν Έλληνες. Εκεί Έλληνες και Τούρκοι συμβίωναν αρμονικά και ειρηνικά χωρίς προστριβές και χτυποκάρδια, είχαν υπερβεί τις εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές τους διαφορές και δημιουργούσαν μαζί μια ιστορία μοναδική. Υπήρχε ένας βαθύτατος σεβασμός ανάμεσα στους δύο λαούς για τη θρησκεία, τα έθιμα και τις συνήθειες τους. Στην εκκλησία λειτουργούσαν τέσσερις παπάδες: ο αρχιμανδρίτης Σεραφείμ, ο παπά – Σπύρος, ο παπά – Μιχάλης και ο παπά – Θεόφιλος Μουζουράκης2, των οποίων τις λειτουργίες παρακολουθούσε σύσσωμος ο λαός της Αλικαρνασσού, που ήταν όλοι φιλακόλουθοι και οι οποίοι συναθροίζονταν στην εκκλησία ασφυκτικώς, ώστε το εκκλησίασμα έμοιαζε σαν ένα συμπαγές σώμα .
Αυτό το ειρηνικό κλίμα θα έρθει να το καταστρέψει ο νεοτουρκικός εθνικισμός που βίαια θα προσπαθήσει και θα εκπατρίσει από τα εδάφη της Μικράς Ασίας κάθε ελληνικό στοιχείο την περίοδο 1914 – 1924. Με αυτό λοιπόν τον βίαιο τρόπο ο Μικρασιατικός Ελληνισμός εκδιωγμένος και αποδεκατισμένος κατακλύζει τα χώματα της μητέρας Ελλάδας, φέρνοντας μαζί του ζωντανούς ακόμα τους εφιάλτες της αγριότητας που δέχτηκε, αλλά και την ελπίδα για επιστροφή στην πατρίδα, τις ολοζώντανες μνήμες της πατρικής γης και τα ιερά του κειμήλια. Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, η παρακαταθήκη της ιστορικής μας μνήμης και της πολιτισμικής μας συνέχειας είναι και η εικόνα του Αγίου Νικολάου, η οποία σώθηκε χάριν της προνοητικότητας των κατοίκων της Αλικαρνασσού.
Η ιστορία της σεπτής εικόνας του Αγίου Νικολάου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση η εικόνα χρονολογείται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όπου πάνω σε αυτή φημολογείται ότι ορκίστηκε ναύαρχος στα Ψαρά ο Κωνσταντίνος Κανάρης, λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν και με στόχο τη διάσωση της κάποιοι την μεταφέρουν από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας στην Κρήτη στο νεοσύστατο οικισμό, όπου αργότερα για χάρη της οποίας ανεγείρεται ο φερώνυμος ιερός ναός. Μάλιστα πάνω στην εικόνα είναι ορατά τα σημάδια από σφαίρα που δέχτηκε τη δύσκολη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
Η μακρά αυτή ιστορία της εικόνας είναι και ο λόγος που οι Αλικαρανασσείς δέχτηκαν αρκετές αιφνιδιαστικές επιδρομές, τα πρώτα χρόνια που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη μετά τον Μικρασιατικό ξεριζωμό, από τους κατοίκους των Ψαρών, οι οποίοι αναζητούσαν και διεκδικούσαν την επιστροφή της εικόνας στο νησί τους. Για να αποτραπεί η πιθανότητα της αρπαγής, η εικόνα φυλάγονταν κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι, ώστε να μην μπορεί εύκολα να εντοπιστεί από τους Ψαριανούς.
Σημαντικό ρόλο και καθοριστική συμβολή στην προστασία και φύλαξη της εικόνας έπαιξε η καλόγρια του Αγίου Νικολάου Κατίνα Καρπαθάκη, γνωστή ως «καλόγρια Κατέ», η οποία υπηρέτησε πιστά την εκκλησία του Αγίου Νικολάου από την ηλικία των 40 (τεσσαράκοντα) ετών και μέχρι το τέλος της ζωής της (απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1957).
Οι Αλικαρνασσείς από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στη νέα τους γη (1925) και προτού να κάνουν περιουσία, ενώ ακόμα ήταν φτωχοί και αδύναμοι κοινωνικά, είχαν ως πρώτο μέλημα τους την κατασκευή εκκλησίας προς τιμή του Αγίου των ναυτικών, του Αγίου Νικολάου. Με πολύ λοιπόν προσωπική προσπάθεια και ατομική εργασία οι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού δημιουργούν το 1927 τον πρώτο ξύλινο ιερό ναό του Αγίου Νικολάου. Οι προσπάθειες όμως των Αλικαρνασσέων δεν σταματούν εδώ, στόχος τους είναι η ανέγερση νεόδμητου ιερού ναού. Με αυτόν τον στόχο ξεκινάει μια μακροχρόνια προσπάθεια στην οποία συμμετέχουν αφιλοκερδώς όλοι οι κάτοικοι της Νέας Αλικαρνασσού είτε με χρηματική υποστήριξη, είτε με παροχή προσωπικής εργασίας.
Σημαντική υπήρξε στην προσπάθεια αυτή και η συμβολή της ερανικής επιτροπής των εκάστοτε Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και των Κοινοτήτων, η οποία διενεργούσε συχνά εράνους στην ευρύτερη περιοχή του νομού Ηρακλείου, όχι μόνο στα στενά όρια του συνοικισμού. Μέσα στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ανέβηκαν το Σάββατο στις 22 Μαΐου του 1948 δύο θεατρικές παραστάσεις, το τρίπρακτο κοινωνικό δράμα «Άννα θα σε πάρω» και η κωμωδία «Αντίθετα της φύσεως» τα έσοδα των οποίων διατέθηκαν προς την ανέγερση του ναού.
Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου στην Αλικαρνασσό – Ανέγερση 1948
Με αυτό τον τρόπο, σιγά – σιγά και μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών και θυσιών αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, ο μεγάλος πόθος των Αλικαρνασσέων πραγματοποιείται. Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου λειτουργεί για πρώτη φορά τις Άγιες ημέρες του Πάσχα το Μάιο του 1954, έχοντας αρχικά αρκετές ελλείψεις οι οποίες όμως καλύφθηκαν στην συνέχεια χάριν του αμείωτου ενδιαφέροντος των κατοίκων της περιοχής.
Ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία της πόλης της Νέας Αλικαρνασσού επιβραβεύοντας με τον πιο όμορφο τρόπο το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας όλων των ανθρώπων που συνέβαλαν στην δημιουργία του. Παράλληλα αποτελεί το κοινό σημείο μνήμης για όλους τους παλαιότερους και το κοινό σημείο αναφοράς για όλους τους νεότερους.