Χρηματοδοτήσεις έως και 3 δισ. ευρώ υπολογίζεται πως θα απαιτηθούν για την ανανέωση του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου έως τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας. Οι επενδύσεις αυτές είναι αναγκαίες, τόσο λόγω της γήρανσης του υπάρχοντος στόλου όσο και εξαιτίας της ανάγκης συμμόρφωσης με τους νέους κανόνες για τις εκπομπές καυσαερίων και άλλων ρύπων.
Ενα μέρος των απαιτούμενων κεφαλαίων εκτιμάται πως μπορεί να προέλθει από ευρωπαϊκά κονδύλια και άλλο από κρατική στήριξη, ωστόσο το μεγαλύτερο βάρος θα κληθούν να αναλάβουν με ίδια κεφάλαια οι εταιρείες, στηριζόμενες με τη σειρά τους σε πιστώσεις από τράπεζες και επενδυτές. Η ανάγκη ανανέωσης του στόλου, ακριβώς εξαιτίας των νέων κανόνων για τους ρύπους, δεν είναι προαιρετική. Με απλά λόγια, όσοι δεν εκσυγχρονιστούν θα πάψουν να υπάρχουν. Την πρόκληση αυτή για ένα μεγάλο ναυπηγικό πρόγραμμα, μέρος του οποίου μπορεί να δοθεί στα ελληνικά ναυπηγεία υπό προϋποθέσεις, περιγράφει η 20ή ετήσια έκθεση για τον κλάδο της XRTC Business Consultants.
Οπως εξηγεί ο επικεφαλής της XRTC, τραπεζίτης Γιώργος Ξηραδάκης, επικαλούμενος και στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), το 2030 η ηλικία του 32,7% του ελληνικού ακτοπλοϊκού στόλου θα είναι μεγαλύτερη των 40 ετών, με 18 πλοία να είναι άνω των 50 ετών. «Χαρακτηριστικό της γήρανσης του στόλου είναι ότι το σύνολό του είναι άνω των 7 ετών, με διάμεση ηλικία τα 25 έτη. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι στα επόμενα 10 χρόνια θα πρέπει να αντικατασταθεί το 50% του υφιστάμενου στόλου, με την υπόθεση ότι το κόστος συντήρησης για πλοία άνω των 35 ετών αυξάνει απαγορευτικά». «Δεδομένου ότι στη διεθνή αγορά δεν διατίθενται προς πώληση πλοία μικρότερης ηλικίας και κατάλληλα για τις ακτοπλοϊκές μας γραμμές, η μόνη λύση για την ανανέωση του στόλου είναι η κατασκευή νέων πλοίων, το κόστος των οποίων είναι υψηλό, κυρίως λόγω των νέων περιβαλλοντικών προδιαγραφών, ενώ ο χρόνος κατασκευής ξεπερνά τα 2-3 χρόνια», προσθέτει. Να σημειωθεί πως στο σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης υπάρχει πρόβλεψη για την ολοκλήρωση μελέτης στην οποία θα αποτυπώνονται οι συνολικές ανάγκες, οι δυνατότητες χρηματοδότησης των ναυπηγήσεων, αλλά και κάποια κονδύλια για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της ακτοπλοΐας.
Με βάση τους υπολογισμούς της XRTC, τα απαιτούμενα κεφάλαια της ανανέωσης και αναβάθμισης του στόλου την επόμενη δεκαετία κυμαίνονται μεταξύ 2,6 και 3 δισ. ευρώ, ενώ επιπροσθέτως χρειάζονται άνω των 100 εκατομμυρίων για την αναβάθμιση του στόλου των νεότερων πλοίων. «Αυτά τα ποσά είναι από μόνα τους μεγάλα και αποτελούν πρόκληση για την εγχώρια ναυπηγική βιομηχανία, η οποία έχει αποκτήσει αναπτυξιακή δυναμική με την επενδυτική είσοδο πεπειραμένων ναυτιλιακών επενδυτών. Η αναγκαιότητα των νέων κατασκευών, αλλά και η προτίμηση των Ελλήνων ακτοπλόων στην κατασκευή και επισκευή πλοίων στη χώρα μας θα ωθήσει και θα επιταχύνει την έναρξη της ναυπηγικής δραστηριότητας, με πρόβλεψη να ξεκινήσουν νέες ναυπηγήσεις εντός τριετίας», εκτιμά ο Γ. Ξηραδάκης. Χαρακτηρίζει δε τη δεκαετία που έχει ορίζοντα το 2030, ως ένα «διάστημα ευκαιριών για τις εταιρείες του κλάδου, ώστε να προσαρμοστούν στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον». Οι ευκαιρίες αυτές, εκτιμά, προκύπτουν από τα χρηματοδοτικά εργαλεία που παρέχει η Ε.Ε. στο πλαίσιο της πολιτικής της αναφορικά με το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη, καθώς και με τη διάθεση της ελληνικής Πολιτείας να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια διατήρησης της συνοχής του νησιωτικού χώρου με την ηπειρωτική Ελλάδα. Αλλη μια ευκαιρία αποτελούν τα νέα πρότυπα ESG, τα οποία στο άμεσο μέλλον θα επιβάλουν την αλλαγή κουλτούρας λειτουργίας και νέων μοντέλων διοίκησης των εταιρειών. Η εξοικείωση και συμμόρφωση με τις νέες αυτές πρακτικές σε μεγάλο βαθμό θα καθορίσει και τη βιωσιμότητα των ακτοπλοϊκών εταιρειών, καθώς –μεταξύ άλλων– θα επηρεάζεται η πρόσβαση σε κεφάλαια και το κόστος αυτών.
Καθημερινή