Η ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τα εντάξει, για πρώτη φορά, στο πρόγραμμα αγορών τίτλων της (γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση ή QE), έδειξε τη σημασία του μέτρου αυτού στην περίοδο της κρίσης του κορονοϊού. Ενώ η απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου είχε υποχωρήσει κάτω από το 1% τον Φεβρουάριο, η εξάπλωση του κορονοϊού στην Ευρώπη, με επίκεντρο την Ιταλία, οδήγησε σε αλλαγή των δεδομένων στις αγορές. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η απόδοσή τους σκαρφάλωσε και την περασμένη Τετάρτη έφθασε στο 4%, εν μέσω πανικού στις αγορές για ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας.
Τα έκτακτα μέτρα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ μετά από τηλεδιάσκεψη αργά το βράδυ της περασμένης Τετάρτης αποτέλεσαν τον καταλύτη για να ηρεμήσουν οι αγορές. Την Πέμπτη η απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων υποχώρησε θεαματικά στο 2,4% και την Παρασκευή σταθεροποιήθηκε στα ίδια επίπεδα. Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η απόδοση των ομολόγων προσδιορίζει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, όπως και των τραπεζών και των επιχειρήσεων, στον βαθμό που αυτές χρηματοδοτούνται με εκδόσεις ομολόγων. Παράλληλα, τα μέτρα της ΕΚΤ οδήγησαν στην ανάκαμψη του Χρηματιστηρίου, που βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Κυρίως, όμως, η απόφαση για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ενισχύσει το πακέτο μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας, λαμβάνοντας επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα, με το συνολικό πακέτο να φθάνει τα 10 δισ. ευρώ. Χωρίς την ομπρέλα του QE, μία μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών θα έκανε τις αγορές πιο διστακτικές να κρατούν τα ελληνικά ομόλογα, οδηγώντας σε περαιτέρω άνοδο τις αποδόσεις τους.
Αυτό φάνηκε και από το ότι οι αποδόσεις όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης – και κυρίως των χωρών της Νότιας Ευρώπης – αυξήθηκαν σημαντικά μετά τις ανακοινώσεις των πακέτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου του κορονοϊού.
Η παρέμβαση της ΕΚΤ άλλαξε το κλίμα στην αγορά, γιατί η κεντρική τράπεζα έκανε σαφές ότι δεν θα δεχθεί μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες θα υπονόμευαν τον σκοπό της πολιτικής της που είναι η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας στις οικονομίες τους. Για τον σκοπό αυτό, ανακοίνωσε έκτακτο πρόγραμμα αγορών ομολόγων, ύψους 750 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2020, επιπλέον των 120 δισ. ευρώ που είχε ανακοινώσει στις 12 Μαρτίου και των αγορών 20 δισ. ευρώ τον μήνα που έκανε ούτως ή άλλως. Παράλληλα, αποφάσισε ότι θα αγοράζει και ελληνικά ομόλογα, αλλά και ότι θα κατευθύνει τις αγορές της εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή στους τίτλους χωρών που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ προανήγγειλε ότι, αν χρειαστεί, θα παρακάμψει το ανώτατο όριο αγορών ομολόγων μίας χώρας, το οποίο αντιστοιχεί στο ένα τρίτο των διαπραγματεύσιμων στις αγορές ομολόγων της. Το πλαφόν αυτό το είχε επιβάλει η ίδια η ΕΚΤ από το 2015 που άρχισε να εφαρμόζει το QE, αλλά η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι δεν «υπάρχει κανένα όριο», παραφράζοντας την περίφημη φράση του προκατόχου της, Μάριο Ντράγκι, ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει την Ευρωζώνη. Σύμφωνα με αναλυτές, με τη φράση αυτή η Λαγκάρντ είχε στο νου της κυρίως την Ιταλία και τη δυνατότητα η ΕΚΤ να αγοράσει περισσότερα από το ένα τρίτο των ιταλικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στη δευτερογενή αγορά. Η απόφαση αυτή, όμως, λειτουργεί σε κάθε περίπτωση ευνοϊκά και για τα ελληνικά ομόλογα, όπως και τα ομόλογα άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης.