Δύο χρόνια Κυριάκος Μητσοτάκης: Μια πρωτοφανής πολιτική κυριαρχία

Σε λίγες μέρες, στις 7 Ιουλίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλείνει δύο χρόνια στην πρωθυπουργία. Για να προσθέσουμε και μια «σκιώδη» επέτειο, προσπερνά τα πεντέμισι χρόνια στην ηγεσία της ΝΔ, από τον Ιανουάριο του 2016.

Τα πολιτικά δεδομένα είναι αδιαμφισβήτητα. Στη μέση της κυβερνητικής θητείας, η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη απολαμβάνει πολιτική και δημοσκοπική κυριαρχία ασύγκριτη και πρωτοφανή κατά την τελευταία εικοσαετία. Ακόμη και οι λιγότερο «φιλικές» δημοσκοπήσεις δίνουν στη ΝΔ διψήφια διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και εκλογική δύναμη που, με μικρή φθορά, οριακά υπολείπεται του ποσοστού των εκλογών του 2019.

Παρατήρηση πρώτη. Αυτή η ιστορία έχει παρελθόν. Από τα μέσα του 2016, η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη διατηρεί ένα μη αναστρέψιμο δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Διαμορφώνεται, δηλαδή, ένας μεγάλος πολιτικός κύκλος 6 ετών δημοσκοπικής και πολιτικής κυριαρχίας που δεν έχει προηγούμενο στη Μεταπολίτευση. Να θυμίσουμε ότι και η κυριαρχία Σημίτη, αμέσως μετά τις εκλογές του 2000 είχε αρχίσει να αμφισβητείται και η ΝΔ του Κ. Καραμανλή είχε περάσει μπροστά στις δημοσκοπήσεις από τις αρχές του 2001.

Πολιτική κυριαρχία

Πώς εξηγείται αυτή η παρατεταμένη πολιτική κυριαρχία; Οι αιτίες είναι αρκετές, αλλά δύο προβάλλουν ως οι σημαντικότερες. Η απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ και οι βαθιές αλλαγές στην κοινωνία, μετά από μια δεκαετία κρίσης.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, αξίζει να υπενθυμίσουμε μια πρόσθετη «Ιουλιανή» επέτειο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε με συντριπτικά ποσοστά το δημοψήφισμα, στις 5 Ιουλίου 2015, και λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο, επικράτησε με άνεση για δεύτερη φορά στις εθνικές εκλογές.

Με μια επιπόλαιη ματιά, οι δύο νίκες κατέγραφαν την εποχή της παντοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Με μια πιο διορατική ματιά, άνετα μπορεί να θεωρηθούν η αρχή του τέλους. Μεγαλειώδεις «Πύρρειες νίκες». Αποτέλεσαν αναμφίβολα συγκυριακές και τακτικές νίκες, αλλά δημιούργησαν τις συνθήκες για μια επόμενη μεγάλη στρατηγική ήττα. Και μαζί τις προϋποθέσεις για μια μακράς διαρκείας πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνυόταν μέσα από τις τυχοδιωκτικές πολιτικές επιλογές του ότι δεν ήταν ούτε ένα ευρωπαϊκό κόμμα, ούτε καν ένα φυσιολογικό κόμμα διακυβέρνησης. Οτι, παρά τις προσαρμογές του, παρέμενε ένα κόμμα αλλοπρόσαλλο και ακαταλαβίστικο, κόμμα-ανακατωσούρα, με ενδημικά αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, και ταυτόχρονα ένας «λαθρεπιβάτης της εξουσίας».

Η «μειονότητα» των «Μένουμε Ευρώπη», αν και έχασε τη μάχη του δημοψηφίσματος, αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός διευρυμένου «αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου», το οποίο λίγα χρόνια μετά θα έφερνε πανηγυρικά τη ΝΔ στην εξουσία και τον ΣΥΡΙΖΑ στο κενό. (Μια οφειλόμενη παρένθεση εδώ. Ασφαλώς δεν ήταν τυχαίο ότι η τελευταία πολιτική παρέμβαση του πατρός Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ήταν η συμμετοχή του στην κεντρική εκδήλωση του «Μένουμε Ευρώπη» απέναντι από το Καλλιμάρμαρο).

Η συνέχεια ήταν απλή. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από άπειρα παραδείγματα πολιτικής παθολογίας που επιχείρησε να επιβάλλει ως «νέου τύπου» άσκηση διακυβέρνησης, δημιούργησε ένα πολυσυλλεκτικό και σχεδόν διακομματικό μέτωπο απόρριψης, που τροφοδοτούσε μέρα-νύχτα τις «δεξαμενές» της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

«ΑντιΣΥΡΙΖΑ» δεν έγιναν μόνον οι παραδοσιακοί δεξιοί, αλλά επιπλέον πολυπληθείς κατηγορίες από το κέντρο, την κεντροαριστερά, ακόμη και από τη «λογική» αριστερά, που αντίκριζαν, καθημερινά, τρομαγμένοι, όψεις μιας αδαούς, ερασιτεχνικής και νηπιακής διακυβέρνησης.

Ετσι λοιπόν, την απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ δεν τη δημιούργησε ο Κ. Μητσοτάκης. Απλώς, ο ίδιος την κατάλαβε γρήγορα, «καβάλησε το κύμα» και την αξιοποίησε. Αλλωστε, είχε όλα τα χαρακτηριστικά να γίνει το «κατάλληλο πρόσωπο», στην κατάλληλη συγκυρία.

Ενας κλασικός, ο Λέων Τολστόι, είχε χαρακτηρίσει με αρκετή πρωτοτυπία τους σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες ως «σκλάβους της Ιστορίας». Εννοούσε ότι η Ιστορία τούς προσλαμβάνει και κάνουν τη δουλειά της. Κάπως έτσι, σχεδόν «τολστοϊκά» έγιναν τα πράγματα και στην περίπτωσή μας.

Η κοινωνία πιο «δεξιά»

Μια δεύτερη «δουλειά της Ιστορίας», την οποία επίσης αξιοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφορά τις βαθιές αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από μια περίοδο κρίσης και χρεοκοπίας. Αλλαξαν οι αξίες, οι πεποιθήσεις, οι στόχοι και όλα τα «συναισθήματα» που συγκροτούν το λεγόμενο «δημόσιο αίσθημα» της κάθε εποχής.

Ετσι, σκόρπια να αναφέρουμε ότι κλονίσθηκαν ο κρατισμός, η λατρεία του δημοσίου, ο συνδικαλισμός και η κομματοκρατία. Αντίθετα, ανέβηκαν στην εκτίμηση της κοινής γνώμης άλλες αξίες, όπως η ιδωτική πρωτοβουλία, ο ατομισμός, η αξίωση της προσωπικής επιτυχίας, η ανάπτυξη και οι επενδύσεις.

Μιλώντας με παραδοσιακούς πολιτικούς όρους, η ελληνική κοινωνία μετακινήθηκε πιο «δεξιά», το κέντρο και η κεντροαριστερά πλησίασαν τον φιλελευθερισμό, η κλασική αριστερά περιορίσθηκε σε μια αραιοκατοικημένη «νησίδα» στην άκρη του πολιτικού φάσματος.

Όμως στο κέντρο είχε προλάβει να τοποθετηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και μάλιστα με ταυτόχρονα «κλικ», τόσο προς την κεντροδεξιά όσο και προς την κεντροαριστερά. Αρα, ήταν θέμα χρόνου να γίνει ο κυρίαρχος του παιγνιδιού. Τα υπόλοιπα είναι απλώς Ιστορία και μάλιστα πρόσφατη…

Ας φύγουμε λοιπόν από τα αίτια και τις εξηγήσεις για τη μακρά πολιτική κυριαρχία του Κ. Μητσοτάκη για να πάμε στο «δίδυμο» ερώτημα: τι μπορεί να απειλήσει την πολιτική κυριαρχία του;

Οσοι συνομιλούν τακτικά με τον πρωθυπουργό, εξάγουν το συμπέρασμα ότι δεν τον απασχολεί ο πειρασμός των πρόωρων εκλογών. Αντίθετα, επιθυμεί είτε να εξαντλήσει την τετραετία, είτε, τέλος πάντων, ο χρόνος των εκλογών να βρίσκεται κοντά στη λήξη της κυβερνητικής θητείας.

Τόσο οι κλασικές δημοσκοπήσεις όσο και οι πιο «ψαγμένες» έρευνες (focus groups κ.λπ.) του δίνουν τη βεβαιότητα ότι θα ξανακερδίσει. Βαδίζει σε μια τακτική «εκλογών σε δύο γύρους». Με στόχο να «κάψει» την απλή αναλογική στον πρώτο γύρο και μια ασφαλή στρατηγική για τον δεύτερο γύρο: στρατηγική αυτοδυναμίας.

Η συνταγή για τον Κ. Μητσοτάκη προκύπτει από τα… προηγούμενα, από τους παράγοντες δηλαδή που εξασφάλισαν την πολιτική κυριαρχία του.

Πρώτον, να διατηρήσει ως κόρη οφθαλμού την πολιτική και κοινωνική συμμαχία που τον στηρίζει.

Δεύτερον, να εξακολουθεί «να συνταιριάζει τον τρόπο που πολιτεύεται με το πνεύμα των καιρών», που έγραφε με μια απλοϊκή σοφία ο Νικολό Μακιαβέλι, κάποιους αιώνες πριν.

Τα πρώτα δύο χρόνια της κυβερνητικής θητείας του κατάφερε να τα εξυπηρετήσει και τα δύο. Η πανδημία μπορεί να λειτούργησε ως απειλή, αλλά ταυτόχρονα πρόσφερε και μια σημαντική υπηρεσία: Απομείωσε τον χρόνο και τον τόπο της πολιτικής. Η αγωνία των ανθρώπων επικεντρώθηκε στην υγεία και τη ζωή. Ολα τα υπόλοιπα -ασφαλώς και η πολιτική- πέρασαν σε δεύτερο πλάνο.

Η κυβέρνηση δεν υπέπεσε σε μεγάλα λάθη. Αντίθετα, κινήθηκε ίσως και λίγο πιο πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αρα, ο ισολογισμός μοιάζει να είναι θετικός και η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ στον «κασσανδρισμό» και τη διαρκή καταστροφολογία δεν «συνταιριάζουν με το πνεύμα των καιρών».

Το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης, με την ευχή ότι δεν θα επανακάμψει το φθινόπωρο το «κακό», είναι η επόμενη μέρα της πανδημίας.

Επειδή ο αφορισμός του James Carville, συμβούλου του Μπιλ Κλίντον, «It’s the economy, stupid» παραμένει ακόμη αξεπέραστος, τα σημαντικότερα θα κριθούν στο μέτωπο της Οικονομίας. Οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί στην κοινή γνώμη είναι μεγάλες. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί «καλύτερες μέρες». Με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, προσέλκυση επενδύσεων, δημιουργία θέσεων εργασίας και μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Οι πόροι του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης είναι το νέο «ιερό δισκοπότηρο» στο συλλογικό ασυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας.

Θα επιβεβαιωθούν οι εξαγγελίες; Θα είναι η ανάπτυξη «συμπεριληπτική», όπως την ονομάζουν οι «νεοκεϋνσιανοί» του Αλ. Τσίπρα, ή θα περιορισθεί μόνο στις κορυφές της κοινωνικής πυραμίδας, δημιουργώντας ένα ανεπαρκές και μη βιώσιμο μοντέλο «ολιγαρχικού» καπιταλισμού; Ιδού ορισμένα κρίσιμα στοιχήματα για τα επόμενα δύο χρόνια του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Και μαζί ένα διαχρονικό ζήτημα… Οι μεταρρυθμίσεις. Δικαιοσύνη. Παιδεία. Υγεία. Σχέσεις κράτους-πολίτη. Υποδομές. Ολα μοιάζουν με ανοιχτά κεφάλαια ενός βιβλίου που για την Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η Επαγγελία μιας Αδύνατης Μεταρρύθμισης». Από τον «πατριάρχη» του εκσυγχρονισμού, τον Κώστα Σημίτη, έως και τους επόμενους που κυβέρνησαν σε μια πιο «κανονική» Ελλάδα, τον Κ. Καραμανλή και τον Γ. Παπανδρέου, όλοι οι σύγχρονοι πρωθυπουργοί στα «μαρμαρένια αλώνια» της «Επαγγελίας μιας Αδύνατης Μεταρρύθμισης» έπεσαν. Τώρα είναι η ώρα του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναμετρηθεί με το θηρίο.

Μέχρι στιγμής, σε μεγάλο βαθμό λόγω της έκτακτης συνθήκης της πανδημίας, λίγα πράγματα έχουν προχωρήσει. Με φωτεινή εξαίρεση τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, που δείχνει τον δρόμο.

Όλα αυτά συγκροτούν μια μεταρρυθμιστική ατζέντα για το αύριο, που πρέπει να αρχίσουν να γίνονται πράξη. Για να ξεκολλήσει η κοινωνία από την υπανάπτυξη και να σταματήσει η Ελλάδα να αποτελεί «το κακομαθημένο παιδί της Ιστορίας». Ιδού το δεύτερο στοίχημα της επόμενης μέρας.

Αυτά λοιπόν, για την επέτειο της 7ης Ιουλίου του Κ. Μητσοτάκη. Οπως όλες οι επέτειοι στη ζωή, τελικά καταλήγουν σε μια διπολική φυσιογνωμία, αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση. Από τη μια, δίνουν την αφορμή για χαμόγελα, για τις επιτυχίες, τις νίκες και τους θριάμβους. Από την άλλη, ανοίγουν τα παράθυρα για να εισχωρήσουν στο δωμάτιο οι «σκιές του μέλλοντος». Δυστυχώς ή ευτυχώς, και οι δυο όψεις συνυπάρχουν στο σκηνικό της επόμενης μέρας.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΑΛΕΦΑΝΤΟΣ

 

 

Πηγή: iefimerida.gr

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content