Γιάννης Κεφαλογιάννης: «Η κύρωση των εξοπλιστικών συμβάσεων αποτελεί την απαρχή μιας νέας εποχής για την εθνική μας άμυνα»
Με δεδομένη την αποχώρηση του από την Ολομέλεια Βουλής κατά τη συζήτηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταστρατήγηση του κανονισμού και την έλλειψη σεβασμού προς τους Βουλευτές, ο Βουλευτής Ρεθύμνου της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Κεφαλογιάννης κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής την ομιλία του και προέβη στην ακόλουθη δήλωση χαιρετίζοντας την υπερψήφιση εξοπλιστικών συμβάσεων που αποτελούν την απαρχή μιας νέας εποχής για την εθνική μας άμυνα.
Ακολουθεί η δήλωση και η πλήρης ομιλία του κ. Κεφαλογιάννη:
«Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εθνικής άμυνας που περιλαμβάνει τις συμβάσεις απόκτησης των φρεγατών Behlarra, των επιπλέον 6 μαχητικών αεροσκαφών 4ης γενιάς Rafale και την προμήθεια των 44 τορπιλών για τα υποβρύχια κλάσης Παπανικολής του Πολεμικού Ναυτικού αποτελεί την απαρχή μιας νέας εποχής για την εθνική μας άμυνα.
Είναι μια ολοκληρωμένη στρατηγική επιλογή μέσα από την οποία γίνεται εφικτός στόχος ο στοιχειώδης εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων, μετά από μια δύσκολη δεκαετία, ο οποίος, σε συνδυασμό με τις αμυντικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους επιτρέπει να διατηρήσουν σε υψηλό επίπεδο την επιχειρησιακή τους ικανότητα. Η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια φιλειρηνική χώρα, που έχει ως βασικό εργαλείο επίλυσης των διαφορών της το διεθνές δίκαιο και που θα χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, μόνο αν δεχθεί επίθεση. Ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση, η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα, προς κάθε κατεύθυνση, ότι συνύπαρξη και συνεργασία σε υγιή βάση με τη γείτονα, μπορεί υπάρξει μόνο αν ηττηθεί το αφήγημα της, για περιφερειακή ηγεμονία σε βάρος των υπολοίπων χωρών».
Ομιλία Βουλευτή Ρέθυμνου για το νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Άμυνας «Για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας».
«Όσοι από εμάς είναι στοιχειωδώς εξοικειωμένοι με την αμυντική πολιτική της χώρας, γνωρίζουν καλά ότι η κύρωση των εξοπλιστικών συμβάσεων που συζητούμε σήμερα, αποτελούν την απαρχή μιας νέας εποχής για την εθνική μας άμυνα. Θα ήταν μεγάλο λάθος να αξιολογήσουμε τις συμβάσεις για τις φρεγάτες Βelharra, τα Rafale, ή τις τορπίλες των υποβρυχίων, αποσπασματικά.
Θα πρέπει να δούμε, αντίθετα, τη μεγάλη εικόνα, αυτή που άρχισε να διαμορφώνεται πριν από δύο χρόνια, με μια σειρά από ενέργειες, όπως τη δημιουργία της νέας Διοίκησης Ειδικού Πολέμου, την ενοικίαση μη επανδρωμένων αεροσκαφών από το Ισραήλ, την επαναλειτουργία των μεταφορικών ελικοπτέρων NH 90, την προμήθεια των ελικοπτέρων KIOWA, και στα οποία πρέπει, βέβαια, να προσθέσουμε και την αναβάθμιση των F -16, που άρχισε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης.
Πρόκειται μήπως για μια νέα κούρσα εξοπλισμών; Όχι βέβαια.
Πρόκειται αντίθετα για έναν στοιχειώδη εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων, μετά από μια δύσκολη δεκαετία, ο οποίος, σε συνδυασμό με τις αμυντικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους επιτρέπει να διατηρήσουν σε υψηλό επίπεδο την επιχειρησιακή τους ικανότητα. Αυτή την προσπάθεια αμυντικής θωράκισης της χώρας μας, δε μπορούμε να τη δούμε ανεξάρτητα από τη νέα στρατηγική, που διαμορφώνεται επίσης τα τελευταία δύο χρόνια στην εξωτερική μας πολιτική, απέναντι στην Τουρκία.
Στη νέα αυτή στρατηγική, η Ελλάδα παραμένει μια φιλειρηνική χώρα, που έχει ως βασικό εργαλείο επίλυσης των διαφορών της το διεθνές δίκαιο και που θα χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της, μόνο αν δεχθεί επίθεση.
Την ίδια στιγμή όμως, αναγνωρίζει, ότι απέναντι της έχει έναν sui generis γείτονα, ο οποίος με εργαλείο το ιδεολόγημα μιας δήθεν «περικύκλωσής» του, επιχειρεί να καταστεί, επικαλούμενος σταθερά τη χρήση βίας, μια περιφερειακή ηγεμονική δύναμη, απέναντι στην οποία θεωρεί πως οι γείτονες του, δεν έχουν παρά να προσαρμοστούν.
Απέναντι σε αυτόν το γείτονα η χώρα μας έχει δύο επιλογές:
- Είτε την ανάσχεση της τουρκικής πολιτικής απέναντι στις επιδιώξεις της για περιφερειακή ηγεμονία, επιδιώξεις, να θυμίσω, οι οποίες περνούν μέσα κι από την ευθεία αμφισβήτηση πλέον του ελληνικού εθνικού χώρου.
- Είτε τη φινλαδοποίηση της χώρας μας και τη μετατροπή της σε μια χώρα περιορισμένης κυριαρχίας.
Τρίτος δρόμος, συγχωρείστε με, αλλά δεν υπάρχει αγαπητοί συνάδελφοι.
Με τη κύρωση των συμβάσεων που συζητούμε σήμερα, στέλνουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η δεύτερη επιλογή για τη χώρα μας, απλώς δεν υφίσταται. Και καλό είναι αυτό το μήνυμα να το στείλουμε ενωμένοι, παρά τις όποιες επιμέρους διαφωνίες μπορούμε να έχουμε.
Ας μη στέλνουμε λοιπόν τα λάθος μηνύματα αφήνοντας να εννοηθεί, ότι τις αιτιάσεις του Ερντογάν, για τις αμυντικές συμμαχίες, το κόστος των εξοπλισμών, τις βάσεις, δείχνει να τις συμμερίζεται ένα κομμάτι του πολιτικού συστήματος.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα που να μας επιτρέπει αυτή την περίοδο να αισιοδοξούμε για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έχουμε ξεφύγει προ πολλού από την απλή αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Έχουμε αντιληφθεί, ότι πλέον αμφισβητείται ευθέως η κυριαρχία των νησιών μας με το πρόσχημα της αποστρατικοποίησης;
Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, αν αυτό σημαίνει ότι η σύγκρουση συνιστά μια νομοτελειακή εξέλιξη. Όχι, είναι η απάντηση. Οι σοβαρές χώρες, όμως, έχουν υποχρέωση να προετοιμάζονται για το χειρότερο σενάριο, ώστε να μην βιώσουν τραγικές καταστάσεις.
Και αυτό κάνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση με τις συμβάσεις που φέρνει προς κύρωση.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία δύο χρόνια, είναι να οικοδομήσει, απέναντι στις επιδιώξεις της Τουρκίας για περιφερειακή κυριαρχία, έναν άτυπο μεν, ουσιαστικό δε, συνασπισμό κρατών, που δεν τρέφουν αυταπάτες.
Που έχουν καταλάβει ότι απέναντι στα νεοοθωμανικά όνειρα της γείτονος, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ο κατευνασμός, ο κεμαλισμός, ή μια ανύπαρκτη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Έχουμε συζητήσει αρκετά και ξέρουμε τι επιδιώκει η Τουρκία. Ήρθε η ώρα να πούμε ευθαρσώς και τι ζητούμε εμείς. Και όταν λέω εμείς εννοώ όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ε.Ε. τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και άλλες χώρες τις Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής, που έχουν αντιληφθεί με οξυδέρκεια της προθέσεις της Τουρκίας. Συνύπαρξη και συνεργασία σε υγιή βάση με τη γείτονα, μπορεί υπάρξει μόνο αν ηττηθεί το αφήγημα της, για περιφερειακή ηγεμονία σε βάρος των υπολοίπων χωρών.
Η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων στέλνει αυτό ακριβώς το μήνυμα, προς κάθε κατεύθυνση και την οποία θα πρέπει να δούμε συνδυαστικά, με τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική».