Πώς μια τυχαία διανυκτέρευση του Γεωργίου Α΄ στο κτήμα του Φαναριώτη Σκαρλάτου Σούτσου την άνοιξη του 1865 και η προτροπή του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ άλλαξαν για πάντα τη μοίρα μιας βουκολικής εσχατιάς στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας.
«Πριν λίγο καιρό ήμασταν σε ένα άλλο κτήμα του Σούτσου, όπου πήγαμε με τα άλογα σε ένα παρεκκλήσι, περνώντας από ένα πολύ ωραίο δάσος με βελανιδιές. Μια μεγαλειώδης περιοχή. […] Κάναμε λοιπόν μια πολύ ωραία βόλτα, η Βιβή είδε την Εύβοια, τη διώρυγα της Εύβοιας κ.ά. Η καημένη η κυρία φον Πλύσκωβ έπεσε από το άλογο. Ευτυχώς όμως δεν έπαθε τίποτα, καβαλίκεψε πάλι και συνέχισε. Όταν γυρίσαμε, μας προσέφεραν ένα αυθεντικό ελληνικό dîner, μόνο με ελληνικά φαγητά, πολύ καλό. […] Μπροστά μας η πεδιάδα της Αθήνας, η θάλασσα, τα νησιά, φαινόταν και ο Πειραιάς. Κι αργότερα φάνηκε πίσω από την Πεντέλη η πανσέληνος με όλη της τη μεγαλοπρέπεια».
H περιγραφή της ειδυλλιακής τοποθεσίας ανήκει στη βασίλισσα Αμαλία. Πρόκειται για απόσπασμα επιστολής προς τον πατέρα της, γραμμένη στις 18 Αυγούστου 1843. Την έφερε στο φως ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος, ο άνθρωπος στον οποίο χρωστάμε τη σύγχρονη γνώση μας για το Τατόι. Ο γνωστός ιστορικός έχει υπογράψει τόσο το δίτομο μνημειώδες έργο «Το χρονικό του Τατοΐου» όσο και τον άτυπο «οδηγό» «Τατόι, περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο» –που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καπόν– και δικαίως θεωρείται η απόλυτη αυθεντία για το πρώην βασιλικό κτήμα, το οποίο εσχάτως ήρθε ξανά στην επικαιρότητα λόγω της αναφοράς του πρωθυπουργού στην ανάγκη αξιοποίησής του κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή.
Άποψη του γραφείου του Γεωργίου Α΄ γύρω στο 1892. © Βασιλικό Φωτογραφικό Αρχείο The Royal Windsor Castle
Αλλά πόσο καλά ξέρουμε το Τατόι; Πόσο καλά το ξέρουν οι χιλιάδες των Αθηναίων που το περπατάνε και το χαίρονται χειμώνα και καλοκαίρι; Ελάχιστα, αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Με τη διαχρονική εγκατάλειψη του κτήματος και των κτιρίων του μετά το 1975 καλλιεργήθηκε μια ολόκληρη κουλτούρα απαξίωσης της ιστορικής και της περιβαλλοντικής αξίας του Τατοΐου. Σήμερα, που ακλόνητα μεταπολιτευτικά ταμπού γκρεμίζονται και ενόψει της επανεκκίνησής του, είναι μια ευκαιρία να επιστρέψουμε στην εποχή που «γέννησε» το Τατόι.
Στο γράμμα της η βασίλισσα Αμαλία αναφέρεται σε εκδρομή στη βόρεια Αττική, σε τοποθεσία οπωσδήποτε δασώδη, που ανήκε στον Σκαρλάτο Σούτσο και η οποία απείχε περίπου δύο ώρες από την Αθήνα με άμαξα. Η θέα ακούγεται μαγευτική, καθώς αγκάλιαζε το λεκανοπέδιο της Αθήνας έως τη θάλασσα. Δεν γίνεται ονομαστική αναφορά στο Τατόι, όμως όλα συντείνουν εκεί. Ο Φαναριώτης Σκαρλάτος Σούτσος, σύζυγος της κόρης του Αλεξάνδρου Καντακουζηνού, Ελπίδας, είχε αγοράσει το κτήμα έναν χρόνο νωρίτερα, το 1842, από τον αγνώστων λοιπών στοιχείων Γεώργιο Λεβέντη.
Ο παράγοντας Τσίλερ
Για να φτάσουμε στη σύνδεση της περιοχής με την ελληνική δυναστεία, θα πρέπει να κάνουμε δύο ακόμα στάσεις στον χρόνο. Πρώτα, στη νύχτα της 6ης προς την 7η Απριλίου του 1865, όταν ο Γεώργιος Α΄, μόλις ενάμιση χρόνο αφότου είχε ανέλθει στον θρόνο της Ελλάδος και καθ’ οδόν προς τη Χαλκίδα, πρώτο σταθμό βασιλικής περιοδείας στη Ρούμελη, αποδέχτηκε την πρόταση του Σούτσου να διανυκτερεύσει στο κτήμα του. Ο νεαρός βασιλιάς θα ξεχάσει γρήγορα αυτή την πρώτη του γνωριμία με τις βουκολικές εσχατιές στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας. Τόσο πολύ, που πέντε χρόνια αργότερα μάλλον θα χρειάστηκε λίγο χρόνο για να τις επαναφέρει στη μνήμη του, όταν ο μετέπειτα αρχιτέκτονας της νεοκλασικής Αθήνας Ερνέστος Τσίλερ θα του πρότεινε το Τατόι ως πιθανή τοποθεσία για την ανέγερση της θερινής του κατοικίας.
Έχοντας παντρευτεί το 1867 την Όλγα της Ρωσίας, ανιψιά του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, ο Γεώργιος αναζητούσε θέση για να χτίσει μια θερινή κατοικία, όχι πολύ μακριά από την Αθήνα. Αν δεν του είχε μιλήσει ο Τσίλερ, θα είχε στραφεί στη λύση του νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, στον νότιο Ευβοϊκό, επειδή αγαπούσε τη θάλασσα και επειδή ήταν μέρος της προίκας της γυναίκας του. Η ιδέα ότι δεν θα τον χώριζε θάλασσα από την πρωτεύουσα, καθώς και το επιχείρημα της ανυδρίας των Πεταλιών, σε αντίθεση με το Τατόι, όπου τα νερά αφθονούσαν, φαίνεται ότι επηρέασε τον Γεώργιο.
Τελικά το συμβόλαιο μεταβίβασης της ιδιοκτησίας του κτήματος πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαΐου 1872, στο σπίτι του Σούτσου, απέναντι από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το τίμημα ορίστηκε στις 300.000 δραχμές, ποσό μάλλον χαμηλό δεδομένης της έκτασης του κτήματος (η αξία της γης είχε υποτιμηθεί λόγω της ανεξέλεγκτης δράσης των ληστών στην ύπαιθρο), αλλά όχι και ασήμαντο, αν υπολογίσουμε ότι τα κρατικά έσοδα δεν ξεπερνούσαν εκείνη την εποχή τα 15 εκατομμύρια.
Το βασιλικό ζεύγος και η πριγκίπισσα Ειρήνη ξεπροβοδίζουν την Τζάκι Κένεντι και την αδελφή της, Λι Ράτζιβιλ, τον Οκτώβριο του 1963. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα έπεφτε νεκρός. © Φωτογραφικό αρχείο Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
Από τον «ξενώνα» στο ανάκτορο
Προβληματισμός για τον αρχιτέκτονα της θερινής κατοικίας του βασιλιά δεν υπήρχε. Αν και ο Τσίλερ είχε εκπονήσει διάφορα σχέδια προτάσεων, ο Γεώργιος του παρήγγειλε ένα μικρό διώροφο κοινότατο σπίτι, που αποτελούσε την πλέον απλουστευμένη εκδοχή της αντίστοιχης πρότασης του Γερμανού αρχιτέκτονα. Περισσότερο κτίριο συνοδείας ή ξενώνας, αυτό το «πρώτο ανάκτορο» χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Α΄ ως θερινή κατοικία του έως το 1889, χρονιά που κατοικήθηκε το κυρίως «παλάτι». Στην παλιά έπαυλη εγκαταστάθηκε τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Δυστυχώς καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ής Ιουνίου 1916. Η διαδικασία της ανέγερσης του ανακτόρου ξεκίνησε το 1880, με την αποστολή του νεαρού αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη στην Αγία Πετρούπολη και με την εντολή, εκ μέρους του Γεωργίου Α΄ και της Όλγας, να αντιγράψει μία από τις επαύλεις του πάρκου του ανακτόρου του Πέτερχοφ, στη νότια ακτή του Φιννικού κόλπου. Επρόκειτο για τη «Ferme» (Αγροικία), την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄, αδελφός του πατέρα της βασίλισσας Όλγας.
Στο Τατόι, οι εργασίες ανέγερσης διήρκεσαν από την άνοιξη του 1884 έως τα τέλη του 1886. Με την εγκατάσταση της βασιλικής οικογένειας μπήκαν σταδιακά οι βάσεις για την αναγέννηση του κτήματος. Ταυτόχρονα αναπλάθεται ολόκληρο το κτήμα. Λίγα μόλις χρόνια αργότερα, το Τατόι δεν θα θυμίζει σε τίποτα το αφημένο στην τύχη του τσιφλίκι των Σούτσων. Θα εξελιχθεί σε πρότυπο κτήμα, αναψυχής μεν αλλά και γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και εκμετάλλευσης. Πραγματοποιούνται φυτεύσεις δέντρων σε μεγάλη κλίμακα, ενώ οργανώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σύστημα πυρασφάλειας. Δεκαετίες αργότερα, ο Γεώργιος Β΄, ο οποίος ήθελε να μένει στο Τατόι και τον χειμώνα, προχώρησε προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 σε έργα εκσυγχρονισμού του ανακτόρου, που δυστυχώς αλλοίωσαν ανεπανόρθωτα την πρόσοψη του κτιρίου.
Στη διάρκεια της Κατοχής, το θερινό ανάκτορο σφραγίστηκε από τους Γερμανούς. Λεηλατήθηκε την περίοδο των Δεκεμβριανών μαζί με το υπόλοιπο κτήμα, ενώ μετά τον πόλεμο επισκευάστηκε πρόχειρα, λόγω των πενιχρών οικονομικών της χώρας. Η βασιλική οικογένεια χρησιμοποίησε την έπαυλη ως μόνιμη πλέον κατοικία της από τα τέλη του 1948. Μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος, τον Δεκέμβριο του 1967, η έπαυλη παρέμεινε κλειστή. Εγκαταλείφθηκε εντελώς μετά την πολιτειακή μεταβολή της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, οι συνέπειες της εγκατάλειψης είναι εμφανείς και στον πιο ανυποψίαστο επισκέπτη του κτήματος. Ας ελπίσουμε ότι, τα επόμενα χρόνια, ένας νέος κύκλος αναγέννησης και δημιουργίας ανοίγεται για το Τατόι. ■
Καθημερινή