Πέθανε στο Παρίσι, όπου ζούσε από το 1981 και είχε τη γαλλική υπηκοότητα, ο γεννημένος στην Τσεχία συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, όπως μετέδωσε σήμερα η τσεχική δημόσια τηλεόραση. Ήταν 94 ετών.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο εκδοτικός του οίκος στη Γαλλία, γνωστοποιείται πως ο Γαλλο-τσέχος συγγραφέας πέθανε χθες, Τρίτη 11 Ιουλίου.
Ο Κούντερα έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα έργα του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και «Το Αστείο».
Παγκοσμίως διάσημος για το μεταφρασμένο σε 40 γλώσσες έργο του, ο Κούντερα ήταν από πολλές απόψεις ένας μυστηριώδης συγγραφέας, σχολιάζει η γαλλική εφημερίδα Le Figaro. «Ήταν ο μυθιστοριογράφος της ύπαρξης», αναφέρει η Le Monde, σε εκτενές αφιέρωμά της.
Είχε κερδίσει την αναγνώριση για το στιλ του στην απεικόνιση θεμάτων και χαρακτήρων από την κοινότοπη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής μέχρι τον υψηλό κόσμο των ιδεών, σημειώνει το πρακτορείο Reuters.
Σπάνια έδινε συνεντεύξεις, έχοντας την πεποίθηση πως οι συγγραφείς μιλούν μέσω του έργου τους. Το πρώτο του μυθιστόρημα “Το αστείο” δημοσιεύθηκε το 1967 και προσέφερε ένα δηκτικό πορτρέτο του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Το έργο αυτό ήταν το πρώτο βήμα στη διαδρομή του Κούντερα από μέλος του κόμματος προς την εξορία του αντιφρονούντα.
Είχε πει στη γαλλική εφημερίδα “Le Monde” το 1976 πως το να αποκαλούνται τα έργα του πολιτικά συνιστά υπεραπλούστευση που καθιστά δυσδιάκριτη την πραγματική σημασία τους.
Πρώην κομμουνιστής, αλλά ελεύθερο πνεύμα, ο Κούντερα σταδιακά απομακρύνθηκε από το τσεχοσλοβακικό καθεστώς και αποφάσισε να ζήσει στην εξορία, μετά την κατάρρευση του μεταρρυθμιστικού κινήματος της Άνοιξης της Πράγας, το οποίο συνετρίβη από τον στρατό της Σοβιετικής Ένωσης, το 1968. Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, στα μέσα της δεκαετίας του 1970
Η ζωή του Μίλαν Κούντερα
Γεννημένος την 1η Απριλίου 1929 στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας από πατέρα μουσικολόγο και πιανίστα, ο Κούντερα έκανε τα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα ως ποιητής. Η ζωή του ως συγγραφέα είναι, φυσικά, συνυφασμένη με τη λογοτεχνία, αλλά και με την ιστορία ενός αιώνα που είδε τον κομμουνισμό να καταρρέει, αφού κυριάρχησε στη συνείδηση μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής διανόησης.
Το 1975 ο Κούντερα και η σύζυγός του πήγαν στη Γαλλία για μια σύντομη θητεία σε πανεπιστήμιο, αλλά δεν γύρισαν πίσω. Η κομμουνιστική κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας ανακάλεσε την υπηκοότητα του Κούντερα το 1979 και από τότε λίγες φορές επισκέφθηκε την πατρίδα του, ακόμη και μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Οι Αρχές της Τσεχοσλοβακίας απαγόρευσαν τα βιβλία του Κούντερα και του αφαίρεσαν την υπηκοότητα μετά τη δημοσίευση το 1979 στη Γαλλία του «Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης», στο οποίο ο Κούντερα αποκαλούσε τον τότε πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας, Γκούσταβ Χουσάκ, «πρόεδρο της λήθης». Είναι περισσότερο γνωστός για το μυθιστόρημά του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», που έγινε διεθνές best seller, όταν εκδόθηκε το 1984. Η ιστορία ενός ζευγαριού, του Tomas και της Tereza, διαδραματίζεται εν μέσω της σοβιετικής καταστολής και της Άνοιξης της Πράγας του 1968. Τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου η ιστορία διασκευάστηκε για μια ταινία αμερικανικής παραγωγής.
Το φλερτ με τον κομμουνισμό και η αποκήρυξη του Κούντερα από το καθεστώς
Ως απόφοιτος γυμνασίου, ο Μίλαν Κούντερα εντάχθηκε με ενθουσιασμό στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1948. Δύο χρόνια αργότερα εκδιώχθηκε λόγω «εχθρικής σκέψης και ατομικιστικών τάσεων», κάτι που είχε συνέπειες για τον διάσημο συγγραφέα.
Ο Κούντερα αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του στην Ακαδημία Κινηματογράφου, όπου σπούδαζε Μουσική και Λογοτεχνία.
Έκανε το ντεμπούτο του ως συγγραφέας το 1953 με την ποιητική συλλογή «Man: A Wide Garden», στην οποία ασχολήθηκε με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αν και από μια κομμουνιστική προοπτική. Αργότερα εντάχθηκε ξανά στο Κομμουνιστικό Κόμμα – και για άλλη μια φορά εκδιώχθηκε. Ήταν μια δύσκολη σχέση. Μετά τη βίαιη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας το 1968, κατά της οποίας μίλησε έντονα, ο συγγραφέας έγινε persona non grata. Ως υπέρμαχος του μεταρρυθμιστικού κομμουνισμού, διαγράφηκε από την Ένωση Συγγραφέων το 1969 και ξανά από το κόμμα το 1970. Οι διδακτικές του δραστηριότητες στην Ακαδημία Κινηματογράφου ανεστάλησαν, τα έργα του αφαιρέθηκαν από το ρεπερτόριο, οι εκδόσεις του απαγορεύτηκαν και τα βιβλία του αφαιρέθηκαν από τα βιβλιοπωλεία προς πώληση.
Η εξορία στη Γαλλία
Ο Κούντερα συνέχισε να γράφει, αψηφώντας τη λογοκρισία. Τακτοποίησε τους… λογαριασμούς του με το κομμουνιστικό παρελθόν του στο «Η Ζωή είναι Αλλού» (1973) και στο «Βαλς του Αποχαιρετισμού», γνωρίζοντας ότι αυτά τα έργα δεν θα εκδοθούν στην Τσεχοσλοβακία.
Ο Μίλαν Κούντερα σε μια φωτογραφία του 1980 / Φωτογραφία αρχείου: Wikipedia
Αντίθετα, κυκλοφόρησαν στη Γαλλία, τη χώρα που του πρόσφερε καταφύγιο το 1975 και μια θέση διδασκαλίας στη Ρεν και αργότερα στο Παρίσι. Από τη ζωή του στην εξορία, ο Κούντερα συνέχισε να προωθεί τα λογοτεχνικά του θέματα, χρησιμοποιώντας περαιτέρω ένα τσεχοσλοβακικό σκηνικό για τα έργα του. Καθώς είχε ήδη εκδιωχθεί από τη χώρα όταν εμφανίστηκε το «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» το 1979, το μόνο που απέμενε στο καθεστώς στην πατρίδα του ήταν να του αφαιρέσει την υπηκοότητα.
Το 1984 ο Κούντερα δημοσίευσε την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό και διασκευάστηκε αργότερα σε μια επιτυχημένη ταινία, με τη Ζιλιέτ Μπινός και τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ήταν το σωστό βιβλίο την κατάλληλη στιγμή. Αν και τα μεταγενέστερα έργα του προσείλκυσαν επίσης την προσοχή, η επιτυχία τους δεν ήταν τόσο μεγάλη. Μερικοί κριτικοί λογοτεχνίας θεώρησαν αυτά τα μυθιστορήματα υπερβολικά φιλοσοφικά και δοκιμιακά, ωστόσο άλλοι επαίνεσαν τον Κούντερα ως πρωτοπόρο ηθικολόγο, κριτικό του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού και του μεταμοντερνισμού.
Ο Κούντερα για την κουλτούρα της Ευρώπης
Το κείμενο του Κούντερα με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Le Debat», τον Νοέμβριο του 1983, με βασική έννοια εκείνη της Κεντρικής Ευρώπης, υπό την οποία συστεγάζει την Τσεχία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, ενδεχομένως και την Αυστρία. Μια τέτοια Κεντρική Ευρώπη, που αντλεί ένα κρίσιμο μέρος της ταυτότητάς της από την κουλτούρα, με συνθέτες όπως ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ, οι Τσέχοι πεζογράφοι Φραντς Κάφκα και Γιάροσλαβ Χάσεκ ή ο Πολωνός Βίτολντ Γκομπρόβιτς, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του παραλόγου, μοιάζει να απουσιάζει από την ευρωπαϊκή συνείδηση των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν η ουγγρική εξέγερση του 1956, η Άνοιξη της Πράγας του 1968 και οι πολωνικές κινητοποιήσεις από το 1956 μέχρι και το 1970 έρχονται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένα μείζον πολιτικό δράμα, καθώς και αφήνοντας ένα βαθύ πολιτικό και πολιτισμικό τραύμα.
Ένα κομμάτι της Ευρώπης το οποίο ανήκει στις καλύτερες παραδόσεις της, «εκφράζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλομορφία στον μικρότερο δυνατό χώρο», συγκρούστηκε με τη Σοβιετική Ένωση και υπέμεινε τη βαριά σκιά της Ρωσίας, που παρουσίαζε το ακριβώς αντίθετο: «τη μικρότερη δυνατή ποικιλομορφία στον μεγαλύτερο δυνατό χώρο».
Τα «μικρά έθνη»
Ο Κούντερα δεν βιάζεται να ξεμπερδέψει μια και καλή -σε αφοριστικό τόνο- με τη ρωσική πολιτική και τον ρωσικό πολιτισμό. Μιλάει για τις ιστορικές προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Ρωσίας και για τη θέλησή της να έρθει σε επαφή με την Ευρώπη και τη Δύση και αναγνωρίζει τις ευρωπαϊκές οφειλές στο ρωσικό μυθιστόρημα, δεν επιζητεί, ωστόσο, να αποσιωπήσει αυτό που όλοι γνωρίζουμε στις ημέρες μας, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία από τον Φεβρουάριο του 2022: το γεγονός πως η Ρωσία ουδέποτε έπαψε στην πραγματικότητα να φοβάται και να μην εμπιστεύεται την Ευρώπη, θεωρώντας πως η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν έναν υπέρτερο, ξεχωριστό και ταυτοχρόνως ενιαίο και συμπαγή κόσμο.
Και πάλι, ωστόσο, παρά το ότι η προσέγγισή του έρχεται να μπει στο κέντρο της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας, το ζήτημα το οποίο απασχολεί επισταμένως τον Κούντερα δεν είναι οι λίγο-πολύ δεδομένες θέσεις και αποβλέψεις της Ρωσίας, αλλά η ίδια Ευρώπη: μια Ευρώπη που δεν έβλεπε μεταπολεμικά στα «μικρά έθνη» της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας τον πόθο τους για αυτονομία και ανεξαρτησία, αλλά μόνο το στενό πολιτικό τους πρόβλημα. Τα «μικρά έθνη» (με ευδιάκριτη την επίδραση του εβραϊκού στοιχείου) δεν αποτελούν αφορμή για πατριωτική έξαρση, για έναν εθνικισμό των ανίσχυρων και των αδύναμων, που θα μετατρέψει τους νάνους σε γίγαντες.
Τα «μικρά έθνη» διαμόρφωσαν μια κουλτούρα κι ένα πολιτιστικό και καλλιτεχνικό συνεχές που αναδεικνύει πεντακάθαρη τη φυσιογνωμία της Κεντρικής Ευρώπης: τη δυσπιστία απέναντι σε μια ολιστική σύλληψη των ιστορικών μεγεθών, τη δυσφορία με την ιδέα ότι τα θηριώδη βήματα της Ιστορίας θα οδηγήσουν ούτως ή άλλως στον θρίαμβό της. Η κουλτούρα των «μικρών εθνών», η ουσία και το βάρος της σοφίας τους, λειτουργούν σαν κρυμμένοι σβώλοι από χρυσό όποτε περιγελούν το μεγαλείο και τη δόξα ή όποτε συνειδητοποιούν πως η Ιστορία είναι πιθανόν να μην ταυτίζεται με μια ατέλειωτη επέλαση προόδου, αλλά να εξισώνεται με το ακριβώς ανάποδο, με μια διαδικασία έκπτωσης αξιών. Και για να περάσουμε από την κουλτούρα στην πολιτική, έτσι ακριβώς είτε περιγέλασαν είτε επέκριναν τη Σοβιετική Ένωση και τους επιτόπιους δορυφόρους της η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία των χρόνων του μεταπολέμου. Και σε αυτή τη γραμμή, ακόμα κι αν η Ευρώπη δεν το εννοεί και δεν το καταλαβαίνει, τα «μικρά έθνη» είναι σάρκα εκ της σαρκός της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τέκνο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού, η Ευρώπη, που δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη συμβολή των «μικρών εθνών» στην ιστορία της, έχασε πρώτα τον Θεό της (μάλλον τον απέκρυψε) ενώ σύντομα στερήθηκε και την κουλτούρα της, για να την υποκαταστήσει με το πνεύμα της κατανάλωσης και με την παντοδυναμία της αγοράς, της τεχνολογίας και των μέσων ενημέρωσης.
Πηγή: iefimerida.gr