grylos-aggouridakis

H περίπτωση του Μανώλη Δουρή, που βίασε και σκότωσε το παιδί του

Συνεχίζουμε σήμερα την επιστροφή στο ανατριχιαστικό παρελθόν των πιο φρικτών, στυγερών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Εγκλήματα που άφησαν άναυδη την κοινή γνώμη, και καταγράφηκαν στις πιο μαύρες σελίδες των εγκληματολογικών χρονικών.

Σήμερα θα θυμηθούμε μια άλλη φοβερή τραγωδία, με δράστη έναν πατέρα που βίασε και σκότωσε το ίδιο το παιδί του. Ήταν ο Μανώλης Δουρής, ο πα-ΤΕΡΑΣ βιαστής και παιδοκτόνος του μικρού Νίκου, το 1993.

 

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1993 όταν ανάστατη η μικρή κοινωνία της Ερμιόνης άρχισε συμμετέχει στις έρευνες που γίνονται για τον εντοπισμό του μικρού Νίκου, ο οποίος αναζητείαιε μετά από τη δήλωση εξαφάνισης που έκαναν στο αστυνομικό τμήμα οι γονείς του Μανώλης και Γεωργία Δουρή.

Σύντομα το άψυχο σώμα του μικρού αγοριού  εντοπίστηκε από τον πατέρα του και τον αδελφό του, κρυμμένο δίπλα από ένα μαντρότοιχο, σε μία αλάνα κοντά στο σπίτι της οικογένειας Δουρή.

Το πόρισμα του ιατροδικαστή κ. Φίλιππου Κουτσάφτη ανέφερε ότι το παιδί πέθανε από ασφυξία, καθώς ο δράστης του είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα, αφού προηγουμένως το είχε βιάσει. Ακολούθησαν σκηνές τραγωδίας με τον πατέρα να θρηνεί για τον χαμό του παιδιού του και να ορκίζεται πως θα εκδικηθεί τον δράστη.

Σύντομα όμως οι εξελίξεις .θα κάνουν ολόκληρη την Ελλάδα να παγώσει, αφού λίγο αργότερα ο Δουρής συλλαμβάνεται από τις αρχές και ομολογεί το έγκλημα το οποίο διέπραξε σε βάρος του ίδιου του παιδιού του!..

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο ίδιος ο Δουρής υποστήριξε:  «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου, ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να κάνει». Στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί τον εαυτό του κατηγόρησε την σύζυγό του λέγοντας πως «θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις την ζωή σου όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου, με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο», και εμφανιζόταν αβέβαιος αν είχε διαπράξει το έγκλημα ή όχι ισχυριζόμενος πως «αν το έκανα εγώ να τιμωρηθώ».

Ο Δουρής κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 1 έτους για ασέλγεια, κάθειρξη 20 ετών για βιασμό και με ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο  σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.

Οι αρχές τον οδήγησαν στις φυλακές της Κέρκυρας που είναι υψίστης ασφαλείας, σε ειδικά διαμορφωμένο κελί. Στη διαδρομή αλλά και μέσα στη φυλακή κακοποιήθηκε, βιάστηκε και ξυλοκοπήθηκε από τους βαρυποινίτες που εφάρμοσαν τους  άγραφους νόμους της φυλακής, σύμφωνα με τους οποίους οι παιδοκτόνοι δεν συγχωρούνται.

Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα στις 24 Φεβρουαρίου του 1996, έδωσε τέλος στη ζωή του, βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στο κελί του με το καλώδιο της τηλεόρασης στις φυλακές της Τρίπολης, 

 

Θεόφιλος Σεχίδης, ο Μακελλάρης της Θάσου.

Στις 19 και 20 Μαΐου του 1996, το διήμερο της κτηνωδίας, ο 24χρονος φοιτητής Νομικής  Θεόφιλος Σεχίδης, σκότωσε στη Θάσο πέντε μέλη της οικογένειάς του: Τους γονείς του, την αδερφή του, την γιαγιά του και τον θείο του.

Ο πρώτος του φόνος ήταν αυτός του 58χρονου θείου του, τον οποίο αρχικά έσπρωξε σε γκρεμό αφού έκοψε το κεφάλι του “για να μην βασανίζεται άλλο”.

Ο Σεχίδης ενώ μεταφέρεται στο δικαστήριο, υπό τις αποδοκιμασίες του πλήθους που παραλίγο να τον λυντσάρει/

Έπειτα, πυροβόλησε τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη και έκοψε την καρωτίδα του. Στη συνέχεια, σκότωσε την 48χρονη μητέρα του Μαρία, αποκεφαλίζοντάς την, και σειρά μετά είχε η 27χρονη αδερφή του, Έμμυ (Ερμιόνη) Σεχίδη, που σκότωσε με τον ίδιο τρόπο.

Ο Σεχίδης όμως, δεν περιορίστηκε εκεί. Αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων του και τους διατήρησε στο ψυγείο, για “μεταγενέστερη μελέτη”!

Την επόμενη ημέρα, η 75χρονη γιαγιά του Σεχίδη, Ερμιόνη, είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τα υπόλοιπα μέλη της τραγικής οικογένειας, όταν πήγε στο σπίτι τους.

Ο στυγερός δολοφόνος τεμάχισε όλα τα πτώματα με αλυσοπρίονα, εκτός από αυτό του θείου του, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας. 

Τα εγκλήματα άρχισαν να ερευνώνται, έπειτα από καταγγελία στην βελγική αστυνομία από την Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικο Βελγίου, που αναζητούσε το σύζυγό της.

Ο Σεχίδης συνελήφθη, και τελικά,  παραδέχτηκε τα εγκλήματά του.  «Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» ,δήλωσε αρχικά, στην κατάθεσή του και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν σε άμυνα. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν».

Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού. Ωστόσο, αποφυλακίστηκε το 2017, έπειτα από αίτηση για αποφυλάκιση που έκανε ο ίδιος το 2016, χωρίς πλέον να τον αναζητεί κανείς…

 

Η υπόθεση Φραντζή, τον Ιούνιο του 1987

Ένα έγκλημα που συντάραξε την κοινή γνώμη και έχει μείνει στην ιστορία. Ήταν Πέμπτη 25 Ιουνίου του 1987, έντεκα μόλις μέρες μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Μπάσκετ. Στον απόηχο των πανηγυρισμών και εν μέσω μίας απεργίας των οδηγών απορριμματοφόρων σε ολόκληρη την Αττική.

Όταν τις πρώτες πρωινές ώρες, σε ανατρεπόμενο κάδο απορριμμάτων επί της οδού Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας βρίσκεται μπροστά σε μία μακάβρια έκπληξη. Ανάμεσα στις πεταμένες σακούλες σκουπιδιών,  ανέσυρε μία σακούλα στην οποία υπήρχαν κομμάτια από ανθρώπινο γυναικείο σώμα .

Ο αδίστακτος φονιάς Παναγιώτης Φραντζής και το άτυχο θύμα του Ζωή Γαρμανή

Αμέσως κινητοποιείται η  Αστυνομία και λίγες ώρες αργότερα διαπιστώνεται από την ιατροδικαστική ομάδα ότι το κομματιασμένο σώμα ανήκει στην άτυχη Ζωή Γαρμανή. Μία απόδειξη από το κρεοπωλείο του Αναστάσιου  Δρυμούση που βρέθηκε σε μία από τις σακούλες, σφίγγει τον κλοιό και οδηγεί τον δράστη στην παράδοσή του στις αρχές και στην ομολογία.

Λίγο αργότερα ξεκινά η πολύκροτη δίκη της υπόθεσης όπου την 1η Οκτωβρίου 1988, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού και του επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως. Κατά πλειοψηφία πέντε μελών (5-2), με τη μειοψηφία δύο ενόρκων να υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Ο πρώτος, 25 ετών τότε, ήταν φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε., η δεύτερη, 16 ετών που τότε τελείωνε το Λύκειο.

Σύμφωνα με τις μετέπειτα  καταθέσεις και τις δημόσιες τοποθετήσεις γνωστών, φίλων και συγγενών του, η γνωριμία του εκείνη με την Ζωή οδήγησε γρήγορα σ’ έναν σφοδρό έρωτα και τον Δεκέμβριο του 1986 ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας.

Μια δύσκολη και επεισοδιακή συμβίωση και η ζήλεια του νεαρού άνδρα, οδηγούσε συχνά το ζευγάρι σε συγκρούσεις όπου μία από αυτές έμελλε να είναι μοιραία.

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content