Ένα πολύ σημαντικό τμήμα της μεσαιωνικής εποχής που άπτεται περισσότερο της αρχιτεκτονικής, ξεδιπλώνεται στα μάτια του επισκέπτη που θα φτάσει μέχρι εδώ, στην παλιά συνοικία και αυτή την ελκυστική γειτονιά των Τρικάλων. Διώροφα παραδοσιακά σπίτια, με ελκυστικές προεξοχές των πάνω ορόφων, εσωτερικές συνήθως και λουλουδιασμένες αυλές, γείσα, χαγιάτια, με μεγάλο αριθμό στενών δρόμων ανάμεσά τους. Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλούν οι αρκετές εκκλησίες που βρίσκονται στην περιοχή. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (1674), η Αγία Μαρίνα (1889), η Αγία Φανερωμένη (1849), η Αγία Παρασκευή (1843), η Αγία Επίσκεψη (1863), ο Άγιος Δημήτριος (1588), οι Άγιοι Ανάργυροι (1627). Όλες δίπλα και κοντά στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου και στον γνωστό αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου Τρίκκης.
Η πόλη των Τρικάλων κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1395 και εξελίχτηκε σε σημαντικό κέντρο οικοτεχνίας, με ονομαστά μάλλινα υφαντά και προϊόντα δέρματος, ενώ υπήρξε το κέντρο της μεγάλης περιφέρειας που περιελάμβανε την Θεσσαλία και ένα μέρος της Στερεάς Ελλάδας, από την αρχή της Τουρκοκρατίας, μέχρι το 1770. Εκεί λειτούργησε και η Σχολή της Τρίκκης, ή Ελληνική Σχολή, όπως έμεινε γνωστότερη. Το 1881, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, η πόλη βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου, θα επιστρέψει όμως υπό Τουρκική κυριαρχία για ένα περίπου χρόνο με τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, μέχρι την τελική της ενσωμάτωση με τον εθνικό κορμό (1898).
Στα 1977, εκδόθηκε στο Λονδίνο το βιβλίο «A Historical Geography of the Balkans», από τον Francis W. Carter. Εκεί μέσα εμπεριέχονται σπουδαίες πληροφορίες και λεπτομέρειες της ζωής στα Τρίκαλα την εποχή της Τουρκοκρατίας. Διαβάζουμε από το κείμενο που φέρει την υπογραφή του Richard I. Lawless, πολλά και ενδιαφέροντα που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τη ζωή των κατοίκων, αλλά και με τις διάφορες συνοικίες και προσφιλείς συνήθειες των Οθωμανών. Κάθε θρησκευτική κοινότητα ζούσε σε ξεχωριστή συνοικία (μαχαλά). Όμως, η αρχιτεκτονική των μουσουλμανικών και μη μαχαλάδων, έμοιαζε σε αρκετά σημεία, και συνήθως όχι μόνο τα Τρίκαλα αλλά και τα περισσότερα οικιστικά συγκροτήματα της περιοχής διατήρησαν τον οθωμανικό χαρακτήρα σε μεγάλο βαθμό. Έτσι τα περισσότερα σπίτια των Τρικάλων, στον 18ο και 19ο αιώνα, ήταν κατασκευασμένα με δύο και τρία πατώματα, δείγμα των πλούσιων γαιοκτημόνων της πόλης. Πολλά επίσης ήταν φτιαγμένα από ξυλεία, ενώ στα κενά ενδιάμεσα τοποθετούσαν καλαμωτές πλέξεις, πλίνθους και σοφά. Οι στέγες τους ήταν επικλινείς και με μακριές μαρκίζες, ώστε να προσφέρουν περισσότερο ίσκιο. Τα ανώτερα πατώματα προεξείχαν αισθητά με σκοπό να αυξάνουν την έκταση του δαπέδου τους.
Πάνω απ’ το Βαρούσι, υψώνεται το κάστρο των Τρικάλων, που κατασκευάστηκε την εποχή του Ιουστινιανού, με πύργους που επόπτευαν ικανοποιητικά μια μεγάλη περιοχή της θεσσαλικής πεδιάδας. Στα 1805, όταν επισκέφτηκε την πόλη ο Βρεττανός λοχαγός William Martin Leake, υπολόγισε στα νοτιοανατολικά του κάστρου αυτού, κάπου χίλια πεντακόσια τέτοια σπίτια, όπου κατοικούσαν περίπου έξι με επτά χιλιάδες κάτοικοι, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει και τα επτά ή οκτώ τζαμιά που βρίσκονταν σε λειτουργία στη ευρύτερη περιοχή της πόλης, με κυρίαρχο το μεγαλειώδες εκείνο του Οσμάν Σαχ Μπέη.
Περνώντας τα χρόνια πολλά άλλαξαν και εκεί, όπως και παντού, άλλωστε. Όταν στα 1956, διορίστηκε ως καθηγητής στα Τρίκαλα ο μεγάλος μας πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου και έμεινε εκεί για δύο χρόνια, «άβγαλτος και άμαθος από ξένους τόπους και ανθρώπους», και αργότερα έγραψε το διήγημα «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», ανέφερε επίσης την παλιά πόλη. «… Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας, και υπήρχε ακόμα βλάστηση ζωηρή κι’ αυτό έδινε μια σκούρα όψη στην πόλη, που καθώς συχνά τυλιγόταν με μια ελαφριά καταχνιά μ’ έκανε να θαρρώ πως βλέπω σπίτια και δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Σαλονίκης…», έλεγε. Βέβαια, περισσότερο τον εντυπωσίασαν οι ωραίες βελέντζες, οι δρόμοι, τα εστιατόρια, τα παζάρια, αλλά κυρίως το μετεμφυλιακό κλίμα που ακόμα δονούσε τη θεσσαλική πόλη και το μέρος όπου κρέμασαν τα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του στερνού του συντρόφου, «…τα μέρη που έχουν πολλή βροχή, κάνουν πιο εσωτερικούς τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι που έχουν πολλή απαντοχή, νιώθουν και θυμούνται πάντα με συγκίνηση…», κατέληγε, «…κι ας έχουν περάσει… χρόνια»!
Τα παλιά παραδοσιακά σπίτια της περιοχής και οι πολυάριθμες εκκλησίες που διατηρούνται και σήμερα, αντικατοπτρίζουν την οικονομική και πολιτιστική άνθιση του 18ου και 19ου αιώνα που ήταν αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Το Βαρούσι ήταν άλλωστε, όπως ήδη είπαμε, η αριστοκρατική συνοικία της πόλεως των Τρικάλων.
Κάτω από το φρούριο και το γνωστό ρολόι των Τρικάλων περιδιαβαίνοντας στα σοκάκια της συνοικίας, ο επισκέπτης βρίσκεται σε ένα μέρος που τον οδηγεί σε άλλες εποχές, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου, κυριολεκτικά, ένα μέρος θησαυρός για όσους αρέσκονται στο χόμπυ της φωτογραφίας.