Μαρινέλλα: Η εξομολόγηση για την προσωπική της ζωή – Τι λέει για τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Τόλη Βοσκόπουλο
“Ποτέ δεν αισθάνθηκα μύθος” δηλώνει η Μαρινέλλα. “Μόνο όταν τραγουδάω “φτάνω” στο κοινό και το κοντέρ της καριέρας έφτασε τα 65″, αναφέρει σε συνέντευξή της η σπουδαία ερμηνεύτρια, η οποία αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της προσωπικής της ζωής.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνέντευξή της Μαρινέλλας στην Καθημερινή της Κυριακής.
Πότε! Για ποιο μέγεθος μου μιλάς; Μόνο όταν βγαίνω να τραγουδήσω, επειδή μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω, νιώθω ότι “φτάνω” στο κοινό, τους ακουμπάω. Είτε είναι 100 οι θεατές, είτε χιλιάδες, τους βλέπω σαν ένα πρόσωπο που το κοιτάω στα μάτια και του λέω “σ’ αγαπώ” . Αυτό το εισπράττουν όλοι. Κάτω από τη σκηνή και δεν το λέω για να καμωθώ την ταπεινή, δεν είμαι τίποτα.
Και το κοινό σ’ αγαπάει όχι μόνο για τα τραγούδια αλλά και γι’ αυτό που είσαι.
Μάλλον επειδή ό,τι καλό κάνεις το παίρνεις πίσω. Δεν έχω βλάψει κανέναν. Τα γκομενικά μου ήταν περιορισμένα. Είχα μόνο σοβαρές σχέσεις που κρατούσαν χρόνια. Και όταν η Τζωρτίνα ήταν 10 ετών και είχα πάρει διαζύγιο από τον Βοσκόπουλο– είχα ξεμπερδέψει για την ακρίβεια γιατί ο Τόλης δεν ήταν το πιο εύκολο αγόρι- αποφάσισα πως οι άντρες είχαν τελειώσει πια για μένα. Δεν ήθελα να δω πότε το παιδί μου κατσουφιασμένο από κάποιο αρνητικό σχόλιο που θα άκουγε για την προσωπική μου ζωή.
Δεν ήταν μεγάλη θυσία;
Ποτέ δεν έκανα θυσίες, μόνο συνειδητές επιλογές. Τα μισά μου χρόνια είμαι μόνη και δεν το’χω μετανιώσει.
Ο μεγαλύτερος δάσκαλος σου στο τραγούδι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης;
Ναι, με την τεράστια φωνή του και την ερμηνεία του την τόσο απλή αλλά συγκλονιστική. Ο Στέλιος απεχθανόταν τις φιοριτούρες και τους εντυπωσιασμούς. Τραγουδούσε σέργια, ίσια. Έκανε τα σπασίματα της φωνής του μόνο εκεί που το τραγούδι το “σήκωνε”.
Από το 1966 που σταμάτησε να εμφανίζεται κουβεντιάσατε ποτέ το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθείτε στη σκηνή;
Πολλές φορές. Αλλά δεν ήθελε να το κάνει. “Να τραγουδήσω για ποιον;” έλεγε. Δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το κοινό. Στα χρόνια της απουσίας του όλα είχαν αλλάξει. Είχε αφήσει τη νύχτα στο Άλφα και είχε πλέον φτάσει στο Ωμέγα. Αυτό πάντως το λάθος του το χρεώνω: ότι στέρησε την χαρά τού να τον ακούσουν live, από όσους τον αγαπούσαν, αλλά κι από τις νέες γενιές, που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν μέσω των μανάδων, των πατεράδων, των παππούδων τους. Μου λείπει ο Στέλιος, ξέρεις. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Νοσταλγώ τα πρώτα μας χρόνια, τα αγαπησιάρικα. Μετά τον χωρισμό μας μείναμε φίλοι- και με τον ίδιο και με την Βάσω, την γυναίκα του. Όταν νοσηλευόταν στο Όφενμπαχ της Γερμανίας είχα πάει να τον δω. Έμεινα 15 μέρες, του μιλούσα, του τραγουδούσα, τον τάιζα. Έχω πάντα στην κρεβατοκάμαρα μου μία φωτογραφία από τότε που ήμασταν πολύ νέοι και πολύ ερωτευμένοι. Την κοιτάω και του μιλάω. “Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα χριστιανέ μου; Γιατί δεν πρόσεξες τον εαυτό σου; Είναι καλύτερα εκεί που είσαι τώρα;” του λέω και καμιά φορά θυμώνω.
Πώς περνούν οι μέρες σου όταν δεν έχεις επαγγελματικές υποχρεώσεις;
Οικογενειακά. Με την αδερφή μου, την κόρη μου, τον άντρα της , τα εγγόνια μου. Τακτοποιώ το σπίτι, φροντίζω τα φυτά μου. Ράβω κιόλας, ξέχασα να σου πω. Κοντέματα, στενέματα απλά πράγματα δηλαδή, όλα μόνη μου τα κάνω. Κάθε Σαββατοκύριακο το πρωί να φτιάχνω το καφεδάκι μου, κάθομαι στο δωμάτιο μου ή στη βεράντα και ακούω έργα κλασικής μουσικής από μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες με σπουδαίους μαέστρους. Όταν οδηγώ μόνη, πάλι κλασική μουσική ακούω. Με ηρεμεί. Αγαπώ τον Λιστ, τον Σοπέν, τον Μπετόβεν. Μόνο ο Βάγκνερ δεν μου αρέσει, είναι πολύ βαρύς. Και σου βγάζει την ψυχή μέχρι να οδηγήσει το έργο στην κορύφωση του.