Η λοίμωξη από COVID-19 δεν φαίνεται να επηρεάζει τη λειτουργία των πνευμόνων στους νέους ενήλικες, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας. Παιδιά, έφηβοι και νέοι ενήλικες -ακόμα και πάσχοντες από άσθμα- δεν κινδυνεύουν από μειωμένη πνευμονική λειτουργία, αν δεν νοσήσουν σοβαρά από COVID-19.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που διερευνά τις επιπτώσεις της λοίμωξης από κορονοϊό, στην οποία οι ερευνητές με επικεφαλής τη Δρ. Ida Mogensen, μεταδιδακτορική συνεργάτιδα στο Ινστιτούτο Karolinska της Στοκχόλμης, βρήκαν ότι ακόμα και οι ασθενείς με άσθμα δεν παρουσίαζαν στατιστικά σημαντική επιδείνωση της πνευμονικής τους λειτουργίας, παρόλο που υπήρξε μια τάση για ελαφρώς χαμηλότερες μετρήσεις στην ποσότητα του αέρα που μπορούσαν να εκπνεύσουν σε ένα δευτερόλεπτο -μία από τις μετρήσεις της πνευμονικής λειτουργίας.
Η Δρ. Mogensen και οι συνεργάτες της συγκέντρωσαν πληροφορίες από 661 νέους μέσης ηλικίας 22 ετών, με τα δεδομένα να περιλαμβάνουν μετρήσεις της πνευμονικής λειτουργίας, της φλεγμονής και των λευκών αιμοσφαιρίων.
Από τους 661 συμμετέχοντες, οι 178 (27%) είχαν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2, στοιχείο που υποδεικνύει ότι είχαν μολυνθεί. Οι ερευνητές υπολόγισαν τις αλλαγές στην πνευμονική λειτουργία μεταξύ της περιόδου πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στη συνέχεια συνέκριναν την ποσοστιαία αλλαγή με τους συμμετέχοντες που δεν είχαν μολυνθεί.
«Η ανάλυσή μας έδειξε παρόμοια πνευμονική λειτουργία ανεξάρτητα από το ιστορικό COVID-19. Όταν συμπεριλάβαμε 123 συμμετέχοντες με άσθμα στην ανάλυση, το 24% από αυτούς που είχαν κορωνοϊό έτεινε να έχει ελαφρώς χαμηλότερη πνευμονική λειτουργία, αλλά όχι στατιστικά σημαντική», επισημαίνει η ειδικός.
Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στην πνευμονική λειτουργία μεταξύ των ασθενών με COVID-19 σε ό,τι αφορά τα λευκά αιμοσφαίρια, τα οποία υποδεικνύουν φλεγμονή, αλλεργικές αντιδράσεις ή χρήση εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών.
Η δεύτερη μελέτη, που παρουσιάστηκε από τη Δρ. Anne Schlegtendal, ειδικό στην παιδιατρική πνευμονολογία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Παίδων της Γερμανίας, εξέτασε τις μακροχρόνιες επιδράσεις της λοίμωξης COVID-19 σε 73 παιδιά και εφήβους από πέντε έως 18 ετών.
«Παρόλο που παιδιά και έφηβοι τείνουν να παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα από τον κορωνοϊό σε σχέση με τους ενηλίκους, μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο προκαταρκτικά στοιχεία σχετικά με τις μακροχρόνιες επιδράσεις της νόσου στην πνευμονική λειτουργία», εξηγεί η Δρ. Schlegtendal.
Η ίδια και οι συνεργάτες πραγματοποίησαν τεστ της πνευμονικής λειτουργίας στο διάστημα μεταξύ της δεύτερης εβδομάδας και έξι μηνών από τη λοίμωξη και συνέκριναν τα αποτελέσματα με μια ομάδα ελέγχου 45 παιδιών που δεν είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό αλλά μπορεί να είχαν κάποια άλλη λοίμωξη. Οι συμμετέχοντες παρουσίαζαν διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας της νόσου, με «σοβαρή λοίμωξη» να θεωρείται εκείνη που προκαλεί δύσπνοια, πυρετό πάνω από 38,5 για περισσότερες από πέντε ημέρες, βρογχίτιδα, πνευμονία ή ανάγκη νοσηλείας για πάνω από μία ημέρα.
Από την ομάδα των ασθενών, 19 παιδιά και έφηβοι παρουσίαζαν εμμένοντα ή νέα συμπτώματα μετά τη λοίμωξη: οκτώ ανέφεραν τουλάχιστον ένα αναπνευστικό σύμπτωμα, τα έξι εκ των οποίων παρουσίαζαν προβλήματα στην αναπνοή και δύο επίμονο βήχα. Δύο από αυτούς τους οκτώ ασθενείς, μάλιστα, παρουσίασε μη φυσιολογική πνευμονική λειτουργία.
«Όταν συγκρίναμε τους ασθενείς με COVID-19 με την ομάδα ελέγχου, δεν διαπιστώσαμε στατιστικά σημαντικές διαφορές στη συχνότητα της μη φυσιολογικής πνευμονικής λειτουργίας. Συνέβη στο 16% της ομάδας με COVID-19 και στο 28% της ομάδας ελέγχου. Ωστόσο, η περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε μια μείωση στον όγκο του εκπνεόμενου αέρα στους ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη είτε από COVID-19 ή από κάποιον άλλο ιό», επισημαίνει η Δρ. Schlegtendal.
«Τα ευρήματα από αυτές τις δύο μελέτες παρέχουν σημαντική επιβεβαίωση για τις επιπτώσεις της COVID-19 στην πνευμονική λειτουργία παιδιών και νεαρών ενηλίκων. Γνωρίζουμε ήδη ότι αυτή η ηλικιακή ομάδα έχει λιγότερες πιθανότητες να νοσήσει σοβαρά από κορωνοϊό και αυτές οι δύο μελέτες δείχνουν ότι έχει, επίσης, λιγότερες πιθανότητες για μακροχρόνιες συνέπειες στο πλαίσιο της λειτουργίας των πνευμόνων», καταλήγουν οι επιστήμονες.
ygeiamou.gr